- προσέννεπε
- προσεννέπωaddresspres imperat act 2nd sgπροσεννέπωaddressimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεννέπω — Α (ποιητ. τ.) 1. προσφωνώ, προσαγορεύω 2. χαιρετίζω («Χείρωνα προσέννεπε φωνᾷ», Πίνδ.) 3. ικετεύω, παρακαλώ 4. προτρέπω 5. φρ. «προσεννέπειν τινά τι» καλώ κάποιον με το όνομά του, ονομαστικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐνέπω / ἐννέπω «διηγούμαι,… … Dictionary of Greek